ἀφοσιώσας

ἀφοσιώσας
ἀφοσιώσᾱς , ἀφοσιόω
purify from guilt
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
ἀφοσιώσᾱς , ἀφοσιόω
purify from guilt
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Παμπλέκης, Χριστόδουλος — Λόγιος του 18ου αι., γνωστός και ως Ακαρνάν. Σπούδασε στην Αθωνιάδα σχολή και ύστερα πήγε στη Βιέννη, όπου δίδαξε τα ελληνικά γράμματα. Eκεί ασχολήθηκε και με τη μελέτη της φιλοσοφίας. Η μελέτη αυτή τον έφερε αντιμέτωπο με τις χριστιανικές… …   Dictionary of Greek

  • Χριστόδουλος Ακαρνάν — (Ξηρόμερο, Ακαρνανία 1733– Λειψία 1793). Λόγιος, δάσκαλος, ένας από τους μαχητικότερους και πλέον αδιάλλακτους οπαδούς των ιδεών του διαφωτισμού. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνει ο επίσκοπος Πλαταμώνος Διονύσιος, ο πατέρας του X.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”